Translation meaning & definition of the word "circulation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυκλοφορία" στην ελληνική γλώσσα
Circulation
[Κυκλοφορία]noun
1. The dissemination of copies of periodicals (as newspapers or magazines)
- synonym:
- circulation
1. Διάδοση αντιγράφων περιοδικών εφημερίδων (ας ή περιοδικών)
- συνώνυμο:
- κυκλοφορία
2. Movement through a circuit
- Especially the movement of blood through the heart and blood vessels
- synonym:
- circulation
2. Κίνηση μέσω ενός κυκλώματος
- Ειδικά η κίνηση του αίματος μέσω της καρδιάς και των αιμοφόρων αγγείων
- συνώνυμο:
- κυκλοφορία
3. (library science) the count of books that are loaned by a library over a specified period
- synonym:
- circulation
3. (-βιβλιοθήκη επιστήμη) η καταμέτρηση των βιβλίων που δανείζονται από μια βιβλιοθήκη για μια συγκεκριμένη περίοδο
- συνώνυμο:
- κυκλοφορία
4. Number of copies of a newspaper or magazine that are sold
- "By increasing its circulation the newspaper hoped to increase its advertising"
- synonym:
- circulation
4. Αριθμός αντιγράφων μιας εφημερίδας ή ενός περιοδικού που πωλούνται
- "Με την αύξηση της κυκλοφορίας της, η εφημερίδα ήλπιζε να αυξήσει τη διαφήμισή της"
- συνώνυμο:
- κυκλοφορία
5. Free movement or passage (as of cytoplasm within a cell or sap through a plant)
- "Ocean circulation is an important part of global climate"
- "A fan aids air circulation"
- synonym:
- circulation
5. Ελεύθερη κυκλοφορία ή διέλευση (α του κυτταροπλάσματος μέσα σε ένα κύτταρο ή χυμό μέσω ενός φυτ)
- "Η κυκλοφορία των ωκεανών είναι ένα σημαντικό μέρος του παγκόσμιου κλίματος"
- "Ένας ανεμιστήρας βοηθά την κυκλοφορία του αέρα"
- συνώνυμο:
- κυκλοφορία
6. The spread or transmission of something (as news or money) to a wider group or area
- synonym:
- circulation
6. Η εξάπλωση ή μετάδοση κάτι (ας ειδήσεων ή χρημάτων) σε μια ευρύτερη ομάδα ή περιοχή
- συνώνυμο:
- κυκλοφορία