Translation meaning & definition of the word "circuit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κύκλωμα" στην ελληνική γλώσσα
Circuit
[Κύκλωμα]noun
1. An electrical device that provides a path for electrical current to flow
- synonym:
- circuit ,
- electrical circuit ,
- electric circuit
1. Μια ηλεκτρική συσκευή που παρέχει μια διαδρομή για το ηλεκτρικό ρεύμα στη ροή
- συνώνυμο:
- κύκλωμα ,
- ηλεκτρικό κύκλωμα
2. A journey or route all the way around a particular place or area
- "They took an extended tour of europe"
- "We took a quick circuit of the park"
- "A ten-day coach circuit of the island"
- synonym:
- tour ,
- circuit
2. Ένα ταξίδι ή μια διαδρομή γύρω από ένα συγκεκριμένο μέρος ή περιοχή
- "Πραγματοποίησαν εκτεταμένη περιοδεία στην ευρώπη"
- "Πήραμε ένα γρήγορο κύκλωμα του πάρκου"
- "Δεκαήμερο προπονητικό κύκλωμα του νησιού"
- συνώνυμο:
- περιοδεία ,
- κύκλωμα
3. An established itinerary of venues or events that a particular group of people travel to
- "She's a familiar name on the club circuit"
- "On the lecture circuit"
- "The judge makes a circuit of the courts in his district"
- "The international tennis circuit"
- synonym:
- circuit
3. Μια καθιερωμένη διαδρομή χώρων ή εκδηλώσεων στις οποίες ταξιδεύει μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων
- "Είναι ένα γνωστό όνομα στο κύκλωμα του συλλόγου"
- "Στο κύκλωμα διαλέξεων"
- "Ο δικαστής κάνει ένα κύκλωμα των δικαστηρίων στην περιοχή του"
- "Το διεθνές κύκλωμα τένις"
- συνώνυμο:
- κύκλωμα
4. The boundary line encompassing an area or object
- "He had walked the full circumference of his land"
- "A danger to all races over the whole circumference of the globe"
- synonym:
- circumference ,
- circuit
4. Η οριακή γραμμή που περιλαμβάνει μια περιοχή ή ένα αντικείμενο
- "Είχε περπατήσει στην πλήρη περιφέρεια της γης του"
- "Ένας κίνδυνος για όλους τους αγώνες σε όλη την περιφέρεια του πλανήτη"
- συνώνυμο:
- περιφέρεια ,
- κύκλωμα
5. (law) a judicial division of a state or the united states (so-called because originally judges traveled and held court in different locations)
- One of the twelve groups of states in the united states that is covered by a particular circuit court of appeals
- synonym:
- circuit
5. (νάυπάρχει δικαστική διαίρεση κράτους ή των ηνωμένων πολιτειών ) που ονομάζεται επειδή αρχικά οι δικαστές ταξίδευαν και κατείχαν δικαστήριο σε διάφορες(
- Μία από τις δώδεκα ομάδες κρατών στις ηνωμένες πολιτείες που καλύπτεται από ένα συγκεκριμένο εφετείο
- συνώνυμο:
- κύκλωμα
6. A racetrack for automobile races
- synonym:
- racing circuit ,
- circuit
6. Μια πίστα για αγώνες αυτοκινήτων
- συνώνυμο:
- κύκλωμα αγώνων ,
- κύκλωμα
7. Movement once around a course
- "He drove an extra lap just for insurance"
- synonym:
- lap ,
- circle ,
- circuit
7. Κίνηση μία φορά γύρω από ένα μάθημα
- "Οδήγησε έναν επιπλέον γύρο μόνο για ασφάλιση"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- κύκλος ,
- κύκλωμα
verb
1. Make a circuit
- "They were circuiting about the state"
- synonym:
- circuit
1. Κάνω κύκλωμα
- "Περιφέρονταν για το κράτος"
- συνώνυμο:
- κύκλωμα