Translation meaning & definition of the word "cinnamon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κανέλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cinnamon
[Κανέλα]/sɪnəmən/
noun
1. Aromatic bark used as a spice
- synonym:
- cinnamon ,
- cinnamon bark
1. Αρωματικός φλοιός που χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό
- συνώνυμο:
- κανέλα ,
- φλοιός κανέλας
2. Tropical asian tree with aromatic yellowish-brown bark
- Source of the spice cinnamon
- synonym:
- cinnamon ,
- Ceylon cinnamon ,
- Ceylon cinnamon tree ,
- Cinnamomum zeylanicum
2. Τροπικό ασιατικό δέντρο με αρωματικό κιτρινωπό-καφέ φλοιό
- Πηγή της κανέλας μπαχαρικών
- συνώνυμο:
- κανέλα ,
- Κεϋλάνη κανέλα ,
- Κεϋλάνης δέντρο κανέλας ,
- Κινναμόμο ζευλανικό
3. Spice from the dried aromatic bark of the ceylon cinnamon tree
- Used as rolled strips or ground
- synonym:
- cinnamon
3. Μπαχαρικό από τον αποξηραμένο αρωματικό φλοιό του δέντρου κανέλας κεϋλάνης
- Χρησιμοποιημένος ως κυλημένες λουρίδες ή έδαφος
- συνώνυμο:
- κανέλα