Translation meaning & definition of the word "cinch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κίντσο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cinch
[Κινηματογράφος]/sɪnʧ/
noun
1. Any undertaking that is easy to do
- "Marketing this product will be no picnic"
- synonym:
- cinch ,
- breeze ,
- picnic ,
- snap ,
- duck soup ,
- child's play ,
- pushover ,
- walkover ,
- piece of cake
1. Κάθε επιχείρηση που είναι εύκολο να το κάνει
- "Το μάρκετινγκ αυτού του προϊόντος δεν θα είναι πικνίκ"
- συνώνυμο:
- τσιγγούνη ,
- αεράκι ,
- πικνίκ ,
- αποτυγχάνω ,
- σούπα πάπιας ,
- παιδικό παιχνίδι ,
- πιέζω ,
- περιπατώ ,
- κομμάτι κέικ
2. Stable gear consisting of a band around a horse's belly that holds the saddle in place
- synonym:
- cinch ,
- girth
2. Σταθερό εργαλείο που αποτελείται από μια ζώνη γύρω από την κοιλιά ενός αλόγου που κρατά τη σέλα στη θέση της
- συνώνυμο:
- τσιγγούνη ,
- περιφέρεια
3. A form of all fours in which the players bid for the privilege of naming trumps
- synonym:
- cinch
3. Μια μορφή όλων των τεσσάρων στην οποία οι παίκτες προσφέρουν για το προνόμιο της ονομασίας των περικοπών
- συνώνυμο:
- τσιγγούνη
verb
1. Tie a cinch around
- "Cinch horses"
- synonym:
- cinch ,
- girth
1. Δέστε μια κανέλα γύρω
- "Άλογα τσίνκι"
- συνώνυμο:
- τσιγγούνη ,
- περιφέρεια
2. Make sure of
- synonym:
- cinch
2. Βεβαιωθείτε
- συνώνυμο:
- τσιγγούνη
3. Get a grip on
- Get mastery of
- synonym:
- cinch
3. Πιάνω πρόσφυση
- Παίρνω την κυριαρχία
- συνώνυμο:
- τσιγγούνη