Translation meaning & definition of the word "cicada" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τζιτζίκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cicada
[Τσίκα]/səkedə/
noun
1. Stout-bodied insect with large membranous wings
- Male has drum-like organs for producing a high-pitched drone
- synonym:
- cicada ,
- cicala
1. Έντομο με μεγάλα μεμβρανώδη φτερά
- Το αρσενικό έχει όργανα που μοιάζουν με τύμπανο για την παραγωγή ενός υψηλού τόνου
- συνώνυμο:
- τζίτσαντα ,
- κίσαλα
Examples of using
The cicada has represented insouciance since antiquity.
Το τζιτζίκι αντιπροσωπεύει την ανυπακοή από την αρχαιότητα.