Translation meaning & definition of the word "chute" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χουτός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chute
[Λαβή]/ʃut/
noun
1. Rescue equipment consisting of a device that fills with air and retards your fall
- synonym:
- parachute ,
- chute
1. Εξοπλισμός διάσωσης που αποτελείται από μια συσκευή που γεμίζει με αέρα και επιβραδύνει την πτώση σας
- συνώνυμο:
- αλεξίπτωτο ,
- υδατοπτώσ
2. Sloping channel through which things can descend
- synonym:
- chute ,
- slide ,
- slideway ,
- sloping trough
2. Επικλινές κανάλι μέσω του οποίου μπορούν να κατέβουν τα πράγματα
- συνώνυμο:
- υδατοπτώσ ,
- διαφάνεια ,
- πλωτή πόρτα ,
- κεκλιμένη γούρνα
verb
1. Jump from an airplane and descend with a parachute
- synonym:
- chute ,
- parachute ,
- jump
1. Πηδήξτε από αεροπλάνο και κατεβείτε με αλεξίπτωτο
- συνώνυμο:
- υδατοπτώσ ,
- αλεξίπτωτο ,
- άλμα