Translation meaning & definition of the word "churning" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καύση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Churning
[Ανατίναξη]/ʧərnɪŋ/
adjective
1. Moving with or producing or produced by vigorous agitation
- "Winds whipped the piled leaves into churning masses"
- "A car stuck in the churned-up mud"
- synonym:
- churning ,
- churned-up
1. Μετακίνηση με ή παραγωγή ή παραγωγή από έντονη αναταραχή
- "Οι άνεμοι χτύπησαν τα φύλλα των στοιβαγμένων σε μάζες"
- "Ένα αυτοκίνητο κολλημένο στην λάσπη"
- συνώνυμο:
- αναδεύω ,
- ανατριχιάζω
2. (of a liquid) agitated vigorously
- In a state of turbulence
- "The river's roiling current"
- "Turbulent rapids"
- synonym:
- churning ,
- roiling ,
- roiled ,
- roily ,
- turbulent
2. ( ενός υγρού) ταραγμένο έντονα
- Σε κατάσταση αναταραχής
- "Το βασιλικό ρεύμα του ποταμού"
- "Ταραχώδη ραπίδια"
- συνώνυμο:
- αναδεύω ,
- βρυχηθμόσ ,
- βρυχηγμένο ,
- αποτρόπαια ,
- ταραχώδησ