Translation meaning & definition of the word "churn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιστροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Churn
[Αναταράξεισ]/ʧərn/
noun
1. A vessel in which cream is agitated to separate butterfat from buttermilk
- synonym:
- churn ,
- butter churn
1. Ένα δοχείο στο οποίο η κρέμα ταράζεται για να διαχωρίσει το βουτυρολίπος από το βουτυρόγαλα
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- αναδευτήρας βουτύρου
verb
1. Stir (cream) vigorously in order to make butter
- synonym:
- churn
1. Ανακατέψτε (κρο) δυνατά για να φτιάξετε βούτυρο
- συνώνυμο:
- αναταραχή
2. Be agitated
- "The sea was churning in the storm"
- synonym:
- churn ,
- boil ,
- moil ,
- roil
2. Ταράζομαι
- "Η θάλασσα ανατινάχθηκε στην καταιγίδα"
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- βράζω ,
- παρακινώ ,
- περιπλανώμαι