Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "church" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκκλησία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Church

[Εκκλησία]
/ʧərʧ/

noun

1. One of the groups of christians who have their own beliefs and forms of worship

    synonym:
  • church
  • ,
  • Christian church

1. Μια από τις ομάδες των χριστιανών που έχουν τις δικές τους πεποιθήσεις και μορφές λατρείας

    συνώνυμο:
  • εκκλησία
  • ,
  • Χριστιανική Εκκλησία

2. A place for public (especially christian) worship

  • "The church was empty"
    synonym:
  • church
  • ,
  • church building

2. Ένας χώρος για δημόσια (ειδικά χριστιαν) λατρεία

  • "Η εκκλησία ήταν άδεια"
    συνώνυμο:
  • εκκλησία
  • ,
  • κτίριο εκκλησιών

3. A service conducted in a house of worship

  • "Don't be late for church"
    synonym:
  • church service
  • ,
  • church

3. Μια υπηρεσία που διεξάγεται σε έναν οίκο λατρείας

  • "Μην αργήσετε για την εκκλησία"
    συνώνυμο:
  • εκκλησιαστική υπηρεσία
  • ,
  • εκκλησία

4. The body of people who attend or belong to a particular local church

  • "Our church is hosting a picnic next week"
    synonym:
  • church

4. Το σώμα των ανθρώπων που παρακολουθούν ή ανήκουν σε μια συγκεκριμένη τοπική εκκλησία

  • "Η εκκλησία μας φιλοξενεί ένα πικνίκ την επόμενη εβδομάδα"
    συνώνυμο:
  • εκκλησία

verb

1. Perform a special church rite or service for

  • "Church a woman after childbirth"
    synonym:
  • church

1. Εκτελέστε μια ειδική ιεροτελεστία ή υπηρεσία εκκλησίας για

  • "Εκκλησία μιας γυναίκας μετά τον τοκετό"
    συνώνυμο:
  • εκκλησία

Examples of using

Tom doesn't go to church very often.
Ο Τομ δεν πηγαίνει συχνά στην εκκλησία.
During whose reign was that church built?
Κατά τη διάρκεια ποιας βασιλείας χτίστηκε αυτή η εκκλησία?
Walk past the church and turn right.
Περπατήστε πέρα από την εκκλησία και στρίψτε δεξιά.