Translation meaning & definition of the word "chug" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλυσίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chug
[Τσανγκ]/ʧəg/
noun
1. The dull explosive noise made by an engine
- synonym:
- chug
1. Ο θαμπός εκρηκτικός θόρυβος που γίνεται από έναν κινητήρα
- συνώνυμο:
- τσαλάκωμα
verb
1. Make a dull, explosive sound
- "The engine chugged down the street"
- synonym:
- chug
1. Κάντε έναν βαρετό, εκρηκτικό ήχο
- "Ο κινητήρας τραβήχτηκε στο δρόμο"
- συνώνυμο:
- τσαλάκωμα