Translation meaning & definition of the word "chuckle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουδούνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chuckle
[Τσακλάς]/ʧəkəl/
noun
1. A soft partly suppressed laugh
- synonym:
- chortle ,
- chuckle
1. Ένα απαλό γέλιο εν μέρει καταπιεσμένο
- συνώνυμο:
- αγκαλιά ,
- τσοκ
verb
1. Laugh quietly or with restraint
- synonym:
- chuckle ,
- chortle ,
- laugh softly
1. Γελάστε ήσυχα ή με αυτοσυγκράτηση
- συνώνυμο:
- τσοκ ,
- αγκαλιά ,
- γελάστε απαλά