Translation meaning & definition of the word "chronologically" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρονολογικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chronologically
[Χρονολογικά]/krɑnəlɑʤɪkli/
adverb
1. With respect to chronology
- "He is chronologically older"
- synonym:
- chronologically
1. Όσον αφορά τη χρονολογία
- "Είναι χρονολογικά μεγαλύτερος"
- συνώνυμο:
- χρονολογικά