Translation meaning & definition of the word "chronic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρόνια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chronic
[Χρόνιος]/krɑnɪk/
adjective
1. Being long-lasting and recurrent or characterized by long suffering
- "Chronic indigestion"
- "A chronic shortage of funds"
- "A chronic invalid"
- synonym:
- chronic
1. Να είναι μακράς διαρκείας και επαναλαμβανόμενη ή χαρακτηρίζεται από μακροχρόνιο πόνο
- "Χρόνια δυσπεψία"
- "Χρόνια έλλειψη κεφαλαίων"
- "Ένα χρόνιο άκυρο"
- συνώνυμο:
- χρόνιος
2. Of long duration
- "Chronic money problems"
- synonym:
- chronic ,
- continuing
2. Μεγάλης διάρκειας
- "Χρόνια προβλήματα χρημάτων"
- συνώνυμο:
- χρόνιος ,
- συνεχίζεται
3. Habitual
- "A chronic smoker"
- synonym:
- chronic ,
- inveterate
3. Συνήθησ
- "Ένας χρόνιος καπνιστής"
- συνώνυμο:
- χρόνιος ,
- ενδοβλαστήσ