Translation meaning & definition of the word "chowder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "χαρακτήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chowder
[Παχουλός]/ʧaʊdər/
noun
1. A thick soup or stew made with milk and bacon and onions and potatoes
- synonym:
- chowder
1. Μια παχιά σούπα ή στιφάδο φτιαγμένο με γάλα και μπέικον και κρεμμύδια και πατάτες
- συνώνυμο:
- παγωμένοσ