Translation meaning & definition of the word "chorus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χόρος" στην ελληνική γλώσσα
Chorus
[Χορωδία]noun
1. Any utterance produced simultaneously by a group
- "A chorus of boos"
- synonym:
- chorus
1. Κάθε λόγος που παράγεται ταυτόχρονα από μια ομάδα
- "Μια χορωδία του πόρου"
- συνώνυμο:
- χορωδία
2. A group of people assembled to sing together
- synonym:
- chorus
2. Μια ομάδα ανθρώπων συγκεντρώθηκε για να τραγουδήσουν μαζί
- συνώνυμο:
- χορωδία
3. The part of a song where a soloist is joined by a group of singers
- synonym:
- refrain ,
- chorus
3. Το μέρος ενός τραγουδιού όπου ένας σολίστ ενώνεται με μια ομάδα τραγουδιστών
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- χορωδία
4. A body of dancers or singers who perform together
- synonym:
- chorus ,
- chorus line
4. Ένα σώμα από χορευτές ή τραγουδιστές που παίζουν μαζί
- συνώνυμο:
- χορωδία ,
- γραμμή χορού
5. A company of actors who comment (by speaking or singing in unison) on the action in a classical greek play
- synonym:
- chorus ,
- Greek chorus
5. Μια εταιρεία ηθοποιών που σχολιάζουν (μιλώντας ή τραγουδώντας σε ένα μη-ισ) για τη δράση σε ένα κλασικό ελληνικό έργο
- συνώνυμο:
- χορωδία ,
- Ελληνική χορωδία
verb
1. Utter in unison
- "`yes,' the children chorused"
- synonym:
- chorus
1. Αποφασίζω
- "Ναι, τα παιδιά χορωδίασαν"
- συνώνυμο:
- χορωδία
2. Sing in a choir
- synonym:
- choir ,
- chorus
2. Τραγουδήστε σε μια χορωδία
- συνώνυμο:
- χορωδία