Translation meaning & definition of the word "choreography" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χορογραφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Choreography
[Χορογραφία]/kɔriɑgrəfi/
noun
1. A show involving artistic dancing
- synonym:
- stage dancing ,
- choreography
1. Μια παράσταση που περιλαμβάνει καλλιτεχνικό χορό
- συνώνυμο:
- σκηνικός χορός ,
- χορογραφία
2. The representation of dancing by symbols as music is represented by notes
- synonym:
- choreography
2. Η αναπαράσταση του χορού από τα σύμβολα ως μουσική αντιπροσωπεύεται από νότες
- συνώνυμο:
- χορογραφία
3. A notation used by choreographers
- synonym:
- choreography
3. Σημειογραφία που χρησιμοποιείται από χορογράφους
- συνώνυμο:
- χορογραφία