Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "chore" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περισσότερα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Chore

[Χορωδία]
/ʧɔr/

noun

1. A specific piece of work required to be done as a duty or for a specific fee

  • "Estimates of the city's loss on that job ranged as high as a million dollars"
  • "The job of repairing the engine took several hours"
  • "The endless task of classifying the samples"
  • "The farmer's morning chores"
    synonym:
  • job
  • ,
  • task
  • ,
  • chore

1. Ένα συγκεκριμένο έργο που απαιτείται να γίνει ως καθήκον ή με συγκεκριμένη αμοιβή

  • "Οι εκτιμήσεις για την απώλεια της πόλης σε αυτή τη δουλειά κυμαίνονταν τόσο υψηλές όσο ένα εκατομμύριο δολάρια"
  • "Η δουλειά της επισκευής του κινητήρα πήρε αρκετές ώρες"
  • "Το ατελείωτο έργο της ταξινόμησης των δειγμάτων"
  • "Το πρωί του αγρότη δουλεύει"
    συνώνυμο:
  • εργασία
  • ,
  • δουλειά