Translation meaning & definition of the word "chopstick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κραγιόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chopstick
[Κοτσάνι]/ʧɑpstɪk/
noun
1. One of a pair of slender sticks used as oriental tableware to eat food with
- synonym:
- chopstick
1. Ένα από τα ζευγάρια λεπτά ραβδιά που χρησιμοποιούνται ως ανατολίτικα επιτραπέζια σκεύη για να τρώνε τρόφιμα με
- συνώνυμο:
- τεμαχιστήσ