Translation meaning & definition of the word "choppy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παπαρούνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Choppy
[Παχουλός]/ʧɑpi/
adjective
1. Marked by abrupt transitions
- "Choppy prose"
- synonym:
- choppy ,
- jerky
1. Χαρακτηρίζεται από απότομες μεταβάσεις
- "Πεζόδρομος"
- συνώνυμο:
- ασταθήσ ,
- τρελός
2. Rough with small waves
- "Choppy seas"
- synonym:
- choppy
2. Τραχύ με μικρά κύματα
- "Ασταθείς θάλασσες"
- συνώνυμο:
- ασταθήσ