Translation meaning & definition of the word "chopper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χονδρέμπορος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chopper
[Κόπτησ]/ʧɑpər/
noun
1. A grounder that bounces high in the air
- synonym:
- chop ,
- chopper
1. Ένα που αναπηδά ψηλά στον αέρα
- συνώνυμο:
- κόβω ,
- ελικόπτερο
2. Informal terms for a human `tooth'
- synonym:
- chopper ,
- pearly
2. Ανεπίσημοι όροι για ένα ανθρώπινο `δότι'
- συνώνυμο:
- ελικόπτερο ,
- μαργαριτάρι
3. An aircraft without wings that obtains its lift from the rotation of overhead blades
- synonym:
- helicopter ,
- chopper ,
- whirlybird ,
- eggbeater
3. Ένα αεροσκάφος χωρίς φτερά που αποκτά τον ανελκυστήρα του από την περιστροφή των εναέριων λεπίδων
- συνώνυμο:
- ελικόπτερο ,
- πουλί ,
- αυγοχάτα
4. A butcher's knife having a large square blade
- synonym:
- cleaver ,
- meat cleaver ,
- chopper
4. Το μαχαίρι ενός κρεοπώλη που έχει μια μεγάλη τετράγωνη λεπίδα
- συνώνυμο:
- κλέβων ,
- καθαριστής κρέατος ,
- ελικόπτερο
Examples of using
Some sicko chopper fucked up a lot of his friends.
Κάποια άρρωστο ελικόπτερο γαμούσε πολλούς από τους φίλους του.