Translation meaning & definition of the word "choosy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιλογή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Choosy
[Επιλεκτικόσ]/ʧuzi/
adjective
1. Difficult to please
- synonym:
- choosy ,
- choosey
1. Δύσκολο να ευχαριστήσω
- συνώνυμο:
- επιλεκτικόσ