Translation meaning & definition of the word "cholesterol" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χοληστερόλη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cholesterol
[Χοληστερόλη]/kəlɛstərɔl/
noun
1. An animal sterol that is normally synthesized by the liver
- The most abundant steroid in animal tissues
- synonym:
- cholesterol ,
- cholesterin
1. Μια ζωική στερόλη που συνήθως συντίθεται από το ήπαρ
- Το πιο άφθονο στεροειδές στους ιστούς των ζώων
- συνώνυμο:
- χοληστερόλη ,
- χοληστερίνη