Translation meaning & definition of the word "choice" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιλογή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Choice
[Επιλογή]/ʧɔɪs/
noun
1. The person or thing chosen or selected
- "He was my pick for mayor"
- synonym:
- choice ,
- pick ,
- selection
1. Το άτομο ή το πράγμα που επιλέγεται ή επιλέγεται
- "Ήταν η επιλογή μου για δήμαρχο"
- συνώνυμο:
- επιλογή ,
- επιλέγω
2. The act of choosing or selecting
- "Your choice of colors was unfortunate"
- "You can take your pick"
- synonym:
- choice ,
- selection ,
- option ,
- pick
2. Η πράξη της επιλογής ή της επιλογής
- "Η επιλογή των χρωμάτων σας ήταν ατυχής"
- "Μπορείτε να πάρετε την επιλογή σας"
- συνώνυμο:
- επιλογή ,
- επιλέγω
3. One of a number of things from which only one can be chosen
- "What option did i have?"
- "There no other alternative"
- "My only choice is to refuse"
- synonym:
- option ,
- alternative ,
- choice
3. Ένα από τα πολλά πράγματα από τα οποία μόνο ένα μπορεί να επιλεγεί
- "Τι επιλογή είχα?"
- "Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική"
- "Η μόνη μου επιλογή είναι να αρνηθώ"
- συνώνυμο:
- επιλογή ,
- εναλλακτική
adjective
1. Of superior grade
- "Choice wines"
- "Prime beef"
- "Prize carnations"
- "Quality paper"
- "Select peaches"
- synonym:
- choice ,
- prime(a) ,
- prize ,
- quality ,
- select
1. Ανώτερος βαθμός
- "Επιλέξτε κρασιά"
- "Βόειο κρέας πρωτεύουσας"
- "Γαρίφαλα"
- "Ποιοτικό χαρτί"
- "Επιλέξτε ροδάκινα"
- συνώνυμο:
- επιλογή ,
- πρωτ() ,
- βραβείο ,
- ποιότητα ,
- επιλέξτε
2. Appealing to refined taste
- "Choice wine"
- synonym:
- choice
2. Ελκυστικό για εκλεπτυσμένη γεύση
- "Επιλέξτε κρασί"
- συνώνυμο:
- επιλογή
Examples of using
You have a choice to make.
Έχετε μια επιλογή να κάνετε.
Tom has no choice but to leave.
Ο Τομ δεν έχει άλλη επιλογή από το να φύγει.
It was your choice.
Ήταν η επιλογή σας.