Translation meaning & definition of the word "chock" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chock
[Σοκ]/ʧɑk/
noun
1. A block of wood used to prevent the sliding or rolling of a heavy object
- synonym:
- chock ,
- wedge
1. Ένα μπλοκ ξύλου που χρησιμοποιείται για την πρόληψη της ολίσθησης ή του κυλίσματος ενός βαρέος αντικειμένου
- συνώνυμο:
- τσοκ ,
- σφήνα
verb
1. Secure with chocks
- synonym:
- chock
1. Ασφαλίστε με τα τεμάχια
- συνώνυμο:
- τσοκ
2. Support on chocks
- "Chock the boat"
- synonym:
- chock
2. Υποστήριξη σε τσοκ
- "Κλειδώστε το σκάφος"
- συνώνυμο:
- τσοκ
adverb
1. As completely as possible
- "It was chock-a-block full"
- synonym:
- chock ,
- chock-a-block
1. Όσο το δυνατόν πληρέστερα
- "Ήταν γεμάτο τσοκ-α-μπλοκ"
- συνώνυμο:
- τσοκ ,
- τσοκ-α-α-μπλοκ