Translation meaning & definition of the word "chlorine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χλωρίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chlorine
[Χλωρίνη]/klɔrin/
noun
1. A common nonmetallic element belonging to the halogens
- Best known as a heavy yellow irritating toxic gas
- Used to purify water and as a bleaching agent and disinfectant
- Occurs naturally only as a salt (as in sea water)
- synonym:
- chlorine ,
- Cl ,
- atomic number 17
1. Ένα κοινό μη μεταλλικό στοιχείο που ανήκει στα αλογόνα
- Γνωστό ως βαρύ κίτρινο ερεθιστικό τοξικό αέριο
- Χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του νερού και ως λευκαντικό και απολυμαντικό
- Εμφανίζεται φυσικά μόνο ως αλάτι (ας στο θαλάσσιο νερό)
- συνώνυμο:
- χλωριούχο ,
- Κλ ,
- ατομικός αριθμός 17
Examples of using
Fluorine, chlorine, bromine, iodine and astatine are halogens.
Το φθόριο, το χλώριο, το βρώμιο, το ιώδιο και η αστατίνη είναι αλογόνα.