Translation meaning & definition of the word "chivalry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιπποτισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chivalry
[Ιπποσύνη]/ʃɪvəlri/
noun
1. Courtesy towards women
- synonym:
- chivalry ,
- gallantry ,
- politesse
1. Ευγένεια προς τις γυναίκες
- συνώνυμο:
- ιπποσύνη ,
- γαλαντία ,
- πολιτεία
2. The medieval principles governing knighthood and knightly conduct
- synonym:
- chivalry ,
- knightliness
2. Οι μεσαιωνικές αρχές που διέπουν την ιππική και ιπποτική συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- ιπποσύνη ,
- ιππότησ