Translation meaning & definition of the word "chitchat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μηχανή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chitchat
[Τσιτσιτάτ]/ʧɪtʧæt/
noun
1. Light informal conversation for social occasions
- synonym:
- chitchat ,
- chit-chat ,
- chit chat ,
- small talk ,
- gab ,
- gabfest ,
- gossip ,
- tittle-tattle ,
- chin wag ,
- chin-wag ,
- chin wagging ,
- chin-wagging ,
- causerie
1. Ελαφριά ανεπίσημη συζήτηση για κοινωνικές περιστάσεις
- συνώνυμο:
- τσιτσιτσιτάτο ,
- παιχνίδι ,
- συνομιλία με παιδιά ,
- μικρή ομιλία ,
- αποτυχαίνω ,
- αστείοσ ,
- κουτσομπολιό ,
- κουδουνίζω ,
- βαγόνι πηγουνιού ,
- πηγούνι ,
- κουνώ πηγούνι ,
- αιτιότητα
verb
1. Talk socially without exchanging too much information
- "The men were sitting in the cafe and shooting the breeze"
- synonym:
- chew the fat ,
- shoot the breeze ,
- chat ,
- confabulate ,
- confab ,
- chitchat ,
- chit-chat ,
- chatter ,
- chaffer ,
- natter ,
- gossip ,
- jaw ,
- claver ,
- visit
1. Μιλήστε κοινωνικά χωρίς να ανταλλάξετε πολλές πληροφορίες
- "Οι άνδρες κάθονταν στο καφέ και πυροβολούσαν το αεράκι"
- συνώνυμο:
- μασήστε το λίπος ,
- πυροβολήστε το αεράκι ,
- συνομιλία ,
- εμπιστεύομαι ,
- προκαλώ ,
- τσιτσιτσιτάτο ,
- παιχνίδι ,
- παλαβόσ ,
- τσαλαπατέρασ ,
- φάτνερ ,
- κουτσομπολιό ,
- σαγόνι ,
- χλόη ,
- επίσκεψη