Translation meaning & definition of the word "chit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chit
[Τσιτσιρίζω]/ʧɪt/
noun
1. A dismissive term for a girl who is immature or who lacks respect
- "She was incensed that this chit of a girl should dare to make a fool of her in front of the class"
- "She's a saucy chit"
- synonym:
- chit
1. Ένας απορριπτικός όρος για ένα κορίτσι που είναι ανώριμο ή που δεν έχει σεβασμό
- "Είχε εμποτιστεί ότι αυτή η κατσαρόλα ενός κοριτσιού θα πρέπει να τολμήσει να την κάνει ανόητη μπροστά στην τάξη"
- "Είναι ένα πιατάκι"
- συνώνυμο:
- παπαγάλος
2. The bill in a restaurant
- "He asked the waiter for the check"
- synonym:
- check ,
- chit ,
- tab
2. Το λογαριασμό σε ένα εστιατόριο
- "Ζήτησε από τον σερβιτόρο την επιταγή"
- συνώνυμο:
- ελέγχω ,
- παπαγάλος ,
- καρτέλα