Translation meaning & definition of the word "chiseled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κατευθυνόμενη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chiseled
[Συνδέω]/ʧɪzəld/
adjective
1. Having a clean and distinct outline as if precisely cut along the edges
- "A finely chiseled nose"
- "Well-defined features"
- synonym:
- chiseled ,
- well-defined
1. Έχοντας ένα καθαρό και ξεχωριστό περίγραμμα σαν να κόβεται ακριβώς κατά μήκος των άκρων
- "Μια λεπτή μύτη"
- "Καλά καθορισμένα χαρακτηριστικά"
- συνώνυμο:
- αποφλοιωμένο ,
- καλά καθορισμένο