Translation meaning & definition of the word "chiropractor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χειροπράκτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chiropractor
[Χειροπράκτη]/kaɪrəpræktər/
noun
1. A therapist who practices chiropractic
- synonym:
- chiropractor
1. Ένας θεραπευτής που ασκεί χειροπρακτική
- συνώνυμο:
- χειροπράκτη