Translation meaning & definition of the word "chipping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τσιπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chipping
[Τσιτσιρίζω]/ʧɪpɪŋ/
noun
1. The act of chipping something
- synonym:
- chip ,
- chipping ,
- splintering
1. Η πράξη του να τσιμπάς κάτι
- συνώνυμο:
- τσιπ ,
- τσιτσιρίζω ,
- θρυμματισμού