Translation meaning & definition of the word "chip" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσιπ" στην ελληνική γλώσσα
Chip
[Τσιπ]noun
1. A small fragment of something broken off from the whole
- "A bit of rock caught him in the eye"
- synonym:
- bit ,
- chip ,
- flake ,
- fleck ,
- scrap
1. Ένα μικρό κομμάτι από κάτι διαλυμένο από το σύνολο
- "Λίγο βράχος τον έπιασε στα μάτια"
- συνώνυμο:
- λίγο ,
- τσιπ ,
- νιφάδα ,
- φλαμ ,
- απορρίμματα
2. A triangular wooden float attached to the end of a log line
- synonym:
- chip
2. Ένα τριγωνικό ξύλινο πλωτήρα που συνδέεται με το τέλος μιας γραμμής καταγραφής
- συνώνυμο:
- τσιπ
3. A piece of dried bovine dung
- synonym:
- chip ,
- cow chip ,
- cow dung ,
- buffalo chip
3. Ένα κομμάτι αποξηραμένης κοπριάς βοοειδών
- συνώνυμο:
- τσιπ ,
- τσιπ αγελάδας ,
- κοπριά αγελάδας ,
- τσιπ βουβαλιών
4. A thin crisp slice of potato fried in deep fat
- synonym:
- chip ,
- crisp ,
- potato chip ,
- Saratoga chip
4. Μια λεπτή τραγανή φέτα πατάτας τηγανισμένη σε βαθύ λίπος
- συνώνυμο:
- τσιπ ,
- τραγανός ,
- τσιπ πατάτας ,
- Τσιπ Σαρατόγκα
5. A mark left after a small piece has been chopped or broken off of something
- synonym:
- check ,
- chip
5. Ένα σημάδι που απομένει μετά από ένα μικρό κομμάτι έχει τεμαχιστεί ή σπάσει από κάτι
- συνώνυμο:
- ελέγχω ,
- τσιπ
6. A small disk-shaped counter used to represent money when gambling
- synonym:
- chip ,
- poker chip
6. Ένας μικρός μετρητής σε σχήμα δίσκου που χρησιμοποιείται για να αντιπροσωπεύει τα χρήματα όταν τυχερά παιχνίδια
- συνώνυμο:
- τσιπ ,
- τσιπ πόκερ
7. Electronic equipment consisting of a small crystal of a silicon semiconductor fabricated to carry out a number of electronic functions in an integrated circuit
- synonym:
- chip ,
- microchip ,
- micro chip ,
- silicon chip ,
- microprocessor chip
7. Ηλεκτρονικός εξοπλισμός που αποτελείται από ένα μικρό κρύσταλλο ημιαγωγού πυριτίου κατασκευασμένο για να πραγματοποιήσει μια σειρά ηλεκτρονικών
- συνώνυμο:
- τσιπ ,
- μικροτσίπ ,
- μικρο τσιπ ,
- τσιπ πυριτίου ,
- τσιπ μικροεπεξεργαστών
8. (golf) a low running approach shot
- synonym:
- chip ,
- chip shot
8. (γκολφ) μια προσέγγιση χαμηλής λειτουργίας
- συνώνυμο:
- τσιπ
9. The act of chipping something
- synonym:
- chip ,
- chipping ,
- splintering
9. Η πράξη του να τσιμπάς κάτι
- συνώνυμο:
- τσιπ ,
- τσιτσιρίζω ,
- θρυμματισμού
verb
1. Break off (a piece from a whole)
- "Her tooth chipped"
- synonym:
- chip ,
- chip off ,
- come off ,
- break away ,
- break off
1. Σπάστε το κομμάτι (από ένα ολόκληρο)
- "Τσίλιασε το δόντι της"
- συνώνυμο:
- τσιπ ,
- επιστρέφω ,
- ξεφεύγω ,
- διακόπτω
2. Cut a nick into
- synonym:
- nick ,
- chip
2. Κόβω ένα νικέλιο σε
- συνώνυμο:
- νικ ,
- τσιπ
3. Play a chip shot
- synonym:
- chip
3. Παίζω ένα τσιπ πυροβολισμό
- συνώνυμο:
- τσιπ
4. Form by chipping
- "They chipped their names in the stone"
- synonym:
- chip
4. Μορφή με το σμίλευμα
- "Πετούσαν τα ονόματά τους στην πέτρα"
- συνώνυμο:
- τσιπ
5. Break a small piece off from
- "Chip the glass"
- "Chip a tooth"
- synonym:
- chip ,
- knap ,
- cut off ,
- break off
5. Σπάστε ένα μικρό κομμάτι από
- "Πιάσε το ποτήρι"
- "Πιάσε ένα δόντι"
- συνώνυμο:
- τσιπ ,
- πατώ ,
- κόβω ,
- διακόπτω