Translation meaning & definition of the word "chino" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσίνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chino
[Τσίνο]/ʧinoʊ/
noun
1. Trousers made with chino cloth
- synonym:
- chino
1. Παντελόνι φτιαγμένο με πανί από τσίνο
- συνώνυμο:
- τσίνο
2. A coarse twilled cotton fabric frequently used for uniforms
- synonym:
- chino
2. Ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα που χρησιμοποιείται συχνά για στολές
- συνώνυμο:
- τσίνο