Translation meaning & definition of the word "chink" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μελάνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chink
[Τσινκ]/ʧɪŋk/
noun
1. (ethnic slur) offensive term for a person of chinese descent
- synonym:
- chink ,
- Chinaman
1. (εθνικός προσβλητικός όρος υπερηχογράφησης για ένα άτομο κινεζικής καταγωγής
- συνώνυμο:
- τσινγκ ,
- Τσιναμάν
2. A narrow opening as e.g. between planks in a wall
- synonym:
- chink
2. Ένα στενό άνοιγμα όπως π.χ. μεταξύ σανίδων σε έναν τοίχο
- συνώνυμο:
- τσινγκ
3. A short light metallic sound
- synonym:
- chink ,
- click ,
- clink
3. Ένας σύντομος ελαφρύς μεταλλικός ήχος
- συνώνυμο:
- τσινγκ ,
- κάντε κλικ στο ,
- κλινγκ
verb
1. Make or emit a high sound
- "Tinkling bells"
- synonym:
- tinkle ,
- tink ,
- clink ,
- chink
1. Κάντε ή εκπέμπετε έναν υψηλό ήχο
- "Καμπάνες"
- συνώνυμο:
- τίνκλα ,
- τσινγκ ,
- κλινγκ
2. Fill the chinks of, as with caulking
- synonym:
- chink
2. Γεμίστε τις νεροχύτες του, όπως με το καλαφάτισμα
- συνώνυμο:
- τσινγκ
3. Make cracks or chinks in
- "The heat checked the paint"
- synonym:
- check ,
- chink
3. Κάντε ρωγμές ή νεροχύτες μέσα
- "Η θερμότητα έλεγξε το χρώμα"
- συνώνυμο:
- ελέγχω ,
- τσινγκ
Examples of using
A single ray of sunlight shone through a chink in the shuttered window.
Μια ακτίνα φωτός του ήλιου έλαμψε μέσα από ένα παγοδρόμιο στο κλειστό παράθυρο.