Translation meaning & definition of the word "chili" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσίλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chili
[Τσίλι]/ʧɪli/
noun
1. Ground beef and chili peppers or chili powder often with tomatoes and kidney beans
- synonym:
- chili ,
- chili con carne
1. Αλεσμένες πιπεριές βοδινού και τσίλι ή σκόνη τσίλι συχνά με ντομάτες και φασόλια νεφρών
- συνώνυμο:
- τσίλι ,
- τσίλι κον Κάρνε
2. Very hot and finely tapering pepper of special pungency
- synonym:
- chili ,
- chili pepper ,
- chilli ,
- chilly ,
- chile
2. Πολύ ζεστό και λεπτό κωνικό πιπέρι της ιδιαίτερης οξύτητας
- συνώνυμο:
- τσίλι ,
- πιπέρι τσίλι ,
- ψυχρός ,
- χιλή
Examples of using
I love chili.
Λατρεύω το τσίλι.
The chili burnt my tongue.
Το τσίλι μου έκαψε τη γλώσσα.
I love chili.
Λατρεύω το τσίλι.