Translation meaning & definition of the word "childlike" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιδικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Childlike
[Παιδικόσ]/ʧaɪldlaɪk/
adjective
1. Befitting a young child
- "Childlike charm"
- synonym:
- childlike ,
- childly
1. Ταιριάζει σε ένα μικρό παιδί
- "Παιδική γοητεία"
- συνώνυμο:
- παιδική ,
- παιδικόσ
2. Exhibiting childlike simplicity and credulity
- "Childlike trust"
- "Dewy-eyed innocence"
- "Listened in round-eyed wonder"
- synonym:
- childlike ,
- wide-eyed ,
- round-eyed ,
- dewy-eyed ,
- simple
2. Επιδεικνύουν παιδική απλότητα και αξιοπιστία
- "Παιδική εμπιστοσύνη"
- "Αθωότητα με τα μάτια"
- "Ακούστηκε σε στρογγυλά μάτια θαύμα"
- συνώνυμο:
- παιδική ,
- μεγάλα μάτια ,
- στρογγυλά μάτια ,
- αποφλοιωμένοσ ,
- απλός