Translation meaning & definition of the word "childish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιδικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Childish
[Παιδικόσ]/ʧaɪldɪʃ/
adjective
1. Indicating a lack of maturity
- "Childish tantrums"
- "Infantile behavior"
- synonym:
- childish ,
- infantile
1. Υποδεικνύοντας έλλειψη ωριμότητας
- "Παιδικά ταντρώματα"
- "Βρεφική συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- παιδικόσ
Examples of using
My father can be terribly childish, but he means well.
Ο πατέρας μου μπορεί να είναι τρομερά παιδαριώδης, αλλά εννοεί καλά.
It was childish of him to behave like that.
Ήταν παιδικό του να συμπεριφέρεται έτσι.