Translation meaning & definition of the word "childbirth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γέννηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Childbirth
[Τοκετός]/ʧaɪldbərθ/
noun
1. The parturition process in human beings
- Having a baby
- The process of giving birth to a child
- synonym:
- childbirth ,
- childbearing ,
- accouchement ,
- vaginal birth
1. Η διαδικασία του παραχωρισμού στον άνθρωπο
- Έχοντας ένα μωρό
- Η διαδικασία γέννησης ενός παιδιού
- συνώνυμο:
- τοκετός ,
- τεκνοποίηση ,
- επαναπρόσληψη ,
- κολπική γέννηση