Translation meaning & definition of the word "chic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσιτς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chic
[Στρατηγικός]/ʃik/
noun
1. Elegance by virtue of being fashionable
- synonym:
- chic ,
- chicness ,
- chichi ,
- modishness ,
- smartness ,
- stylishness ,
- swank ,
- last word
1. Κομψότητα λόγω του ότι είναι μοντέρνα
- συνώνυμο:
- κομψό ,
- κομψότητα ,
- τσίτσι ,
- τροπικότητα ,
- ευφυΐα ,
- πλημμυρίζω ,
- τελευταία λέξη
adjective
1. Elegant and stylish
- "Chic elegance"
- "A smart new dress"
- "A suit of voguish cut"
- synonym:
- chic ,
- smart ,
- voguish
1. Κομψό και κομψό
- "Κοσμική κομψότητα"
- "Ένα έξυπνο νέο φόρεμα"
- "Ένα κοστούμι βογκού κοπής"
- συνώνυμο:
- κομψό ,
- έξυπνος ,
- βογκού