Translation meaning & definition of the word "chi" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chi
[Τσι]/kaɪ/
noun
1. The circulating life energy that in chinese philosophy is thought to be inherent in all things
- In traditional chinese medicine the balance of negative and positive forms in the body is believed to be essential for good health
- synonym:
- qi ,
- chi ,
- ch'i ,
- ki
1. Η κυκλοφορούσα ενέργεια της ζωής που στην κινεζική φιλοσοφία θεωρείται ότι είναι εγγενής σε όλα τα πράγματα
- Στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική η ισορροπία των αρνητικών και θετικών μορφών στο σώμα πιστεύεται ότι είναι απαραίτητη για την καλή υγεία
- συνώνυμο:
- τσι ,
- χ ,
- κι
2. The 22nd letter of the greek alphabet
- synonym:
- chi ,
- khi
2. Το 22ο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
- συνώνυμο:
- τσι ,
- κι