Translation meaning & definition of the word "chewy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσεκουάνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chewy
[Μαγεμένοσ]/ʧui/
adjective
1. Requiring much chewing
- synonym:
- chewy
1. Απαιτεί πολλή μάσηση
- συνώνυμο:
- λαστιχωτόσ
2. (of a consistency) requiring chewing
- "Chewy caramels"
- synonym:
- chewy
2. ( μιας συνέπειας) που απαιτεί μάσημα
- "Τσεκουριανά καραμέλες"
- συνώνυμο:
- λαστιχωτόσ
Examples of using
I like my cookies chewy rather than crunchy.
Μου αρέσουν τα μπισκότα μου μαστιχωτά και όχι τραγανά.