Translation meaning & definition of the word "chew" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ευθυμία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chew
[Μασήστε]/ʧu/
noun
1. A wad of something chewable as tobacco
- synonym:
- chew ,
- chaw ,
- cud ,
- quid ,
- plug ,
- wad
1. Ένα βαρέλι από κάτι που μασιέται ως καπνός
- συνώνυμο:
- μασάω ,
- τσαγιού ,
- πουλί ,
- τετριμμένοσ ,
- βύσμα ,
- βατ
2. Biting and grinding food in your mouth so it becomes soft enough to swallow
- synonym:
- chew ,
- chewing ,
- mastication ,
- manduction
2. Δάγκωμα και λείανση των τροφίμων στο στόμα σας, ώστε να γίνει αρκετά μαλακό για να καταπιεί
- συνώνυμο:
- μασάω ,
- μάσημα ,
- μάσηση ,
- εναρμόνιση
verb
1. Chew (food)
- To bite and grind with the teeth
- "He jawed his bubble gum"
- "Chew your food and don't swallow it!"
- "The cows were masticating the grass"
- synonym:
- chew ,
- masticate ,
- manducate ,
- jaw
1. Μασήστε (-τροφ)
- Για να δαγκώσει και να αλέσει με τα δόντια
- "Σαγόνιασε τσίχλα του"
- "Βάλτε το φαγητό σας και μην το καταπιείτε!"
- "Οι αγελάδες μάσησαν το γρασίδι"
- συνώνυμο:
- μασάω ,
- μασητικό ,
- μαντουκάτο ,
- σαγόνι
Examples of using
It is hard for me to chew.
Είναι δύσκολο για μένα να μασήσω.
I like to chew tobacco.
Μου αρέσει να μασάω καπνό.
You should chew your food well.
Θα πρέπει να μασάτε καλά το φαγητό σας.