Translation meaning & definition of the word "chestnut" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κάστανο" στην ελληνική γλώσσα
Chestnut
[Κάστανο]noun
1. Wood of any of various chestnut trees of the genus castanea
- synonym:
- chestnut
1. Ξύλο από οποιαδήποτε από τις διάφορες καστανιές του γένους καστάνεια
- συνώνυμο:
- κάστανο
2. Any of several attractive deciduous trees yellow-brown in autumn
- Yield a hard wood and edible nuts in a prickly bur
- synonym:
- chestnut ,
- chestnut tree
2. Οποιοδήποτε από τα πολλά ελκυστικά φυλλοβόλα δέντρα κίτρινο-καφέ το φθινόπωρο
- Δώστε ένα σκληρό ξύλο και βρώσιμα καρύδια σε ένα φραγκόσυκο
- συνώνυμο:
- κάστανο ,
- καστανιά
3. Edible nut of any of various chestnut trees of the genus castanea
- synonym:
- chestnut
3. Βρώσιμο καρύδι οποιουδήποτε από τα διάφορα καστανιές του γένους καστάνεια
- συνώνυμο:
- κάστανο
4. The brown color of chestnuts
- synonym:
- chestnut
4. Το καφέ χρώμα των κάστανων
- συνώνυμο:
- κάστανο
5. A small horny callus on the inner surface of a horse's leg
- synonym:
- chestnut
5. Ένας μικρός καυλιάρης κάλλος στην εσωτερική επιφάνεια του ποδιού ενός αλόγου
- συνώνυμο:
- κάστανο
6. A dark golden-brown or reddish-brown horse
- synonym:
- chestnut
6. Ένα σκούρο χρυσό-καφέ ή κοκκινωπό-καφέ άλογο
- συνώνυμο:
- κάστανο
adjective
1. (of hair or feathers) of a golden brown to reddish brown color
- "A chestnut horse"
- "Chestnut hair"
- synonym:
- chestnut
1. ( των μαλλιών ή των φτερών) από ένα χρυσό καφέ έως κοκκινωπό καφέ χρώμα
- "Ένα άλογο κάστανο"
- "Μαλλιά κάστανου"
- συνώνυμο:
- κάστανο