Translation meaning & definition of the word "chester" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χάτσεστερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chester
[Τσέστερ]/ʧɛstər/
noun
1. A city of southeastern pennsylvania on the delaware river (an industrial suburb of philadelphia)
- synonym:
- Chester
1. Μια πόλη της νοτιοανατολικής πενσυλβάνια στο βιομηχανικό προάστιο ντέλαγουερ του ποταμού ντελαγουάιρου ( της φιλαδέλφειας)
- συνώνυμο:
- Τσέστερ