Translation meaning & definition of the word "chessboard" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίνακας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chessboard
[Σκακιέρα]/ʧɛsbɔrd/
noun
1. A checkerboard used to play chess
- synonym:
- chessboard ,
- chess board
1. Μια πινακίδα που χρησιμοποιείται για να παίξει σκάκι
- συνώνυμο:
- σκακιέρα