Translation meaning & definition of the word "cheque" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιταγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cheque
[Επιταγή]/ʧɛk/
noun
1. A written order directing a bank to pay money
- "He paid all his bills by check"
- synonym:
- check ,
- bank check ,
- cheque
1. Γραπτή εντολή που κατευθύνει μια τράπεζα να πληρώσει χρήματα
- "Πλήρωσε όλους τους λογαριασμούς του με επιταγή"
- συνώνυμο:
- ελέγχω ,
- τραπεζικός έλεγχος ,
- επιταγή
verb
1. Withdraw money by writing a check
- synonym:
- cheque ,
- check out
1. Αποσύρετε χρήματα γράφοντας μια επιταγή
- συνώνυμο:
- επιταγή ,
- ελέγχω