Translation meaning & definition of the word "chemotherapy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χημειοθεραπεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chemotherapy
[Χημειοθεραπεία]/kimoʊθɛrəpi/
noun
1. The use of chemical agents to treat or control disease (or mental illness)
- synonym:
- chemotherapy
1. Η χρήση χημικών παραγόντων για τη θεραπεία ή τον έλεγχο της νόσου ( ή ψυχική ασθένεια)
- συνώνυμο:
- χημειοθεραπεία
Examples of using
Many cancer patients lose their hair because of chemotherapy.
Πολλοί ασθενείς με καρκίνο χάνουν τα μαλλιά τους εξαιτίας της χημειοθεραπείας.