Translation meaning & definition of the word "chemist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χημικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chemist
[Χημικός]/kɛmɪst/
noun
1. A scientist who specializes in chemistry
- synonym:
- chemist
1. Ένας επιστήμονας που ειδικεύεται στη χημεία
- συνώνυμο:
- χημικός
2. A health professional trained in the art of preparing and dispensing drugs
- synonym:
- pharmacist ,
- druggist ,
- chemist ,
- apothecary ,
- pill pusher ,
- pill roller
2. Ένας επαγγελματίας υγείας εκπαιδευμένος στην τέχνη της προετοιμασίας και της διανομής ναρκωτικών
- συνώνυμο:
- φαρμακοποιός ,
- ντρουγκίστας ,
- χημικός ,
- αποθηκευτικόσ ,
- χάπι πούσερ ,
- κύλινδρος χαπιών