Translation meaning & definition of the word "chemise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χημεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Chemise
[Χημειοποιώ]/ʃəmiz/
noun
1. A woman's sleeveless undergarment
- synonym:
- chemise ,
- shimmy ,
- shift ,
- slip ,
- teddy
1. Αμάνικο εσώρουχο μιας γυναίκας
- συνώνυμο:
- χημειοθεραπεύω ,
- λαμπερός ,
- μετατόπιση ,
- λασπώνω ,
- αρκουδάκι
2. A loose-fitting dress hanging straight from the shoulders without a waist
- synonym:
- chemise ,
- sack ,
- shift
2. Ένα χαλαρό φόρεμα που κρέμεται κατευθείαν από τους ώμους χωρίς μέση
- συνώνυμο:
- χημειοθεραπεύω ,
- σακίδιο ,
- μετατόπιση