Translation meaning & definition of the word "cheesecake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυρί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cheesecake
[Τυρόπιτα]/ʧizkek/
noun
1. Made with sweetened cream cheese and eggs and cream baked in a crumb crust
- synonym:
- cheesecake
1. Φτιαγμένο με ζαχαρούχο τυρί κρέμα και αυγά και κρέμα ψημένη σε κρούστα ψίχουλου
- συνώνυμο:
- τσιζκέικ
2. A photograph of an attractive woman in minimal attire
- synonym:
- cheesecake
2. Μια φωτογραφία μιας ελκυστικής γυναίκας με ελάχιστη ενδυμασία
- συνώνυμο:
- τσιζκέικ
Examples of using
Do you know how to make cheesecake?
Ξέρετε πώς να φτιάξετε το τσιζκέικ?
Could I have a piece of cheesecake?
Μπορώ να έχω ένα κομμάτι του κέικ?
Do you know how to make cheesecake?
Ξέρετε πώς να φτιάξετε το τσιζκέικ?